Ο ΤΑΚΗΣ ΤΛΟΥΠΑΣ
1920-2003
Ο Τάκης Τλούπας, γεννημένος στη Λάρισα το 1920, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη φωτογραφία γύρω στο 1936, σε μια εκδρομή του Ορειβατικού Συλλόγου. Με βάση τις περιηγήσεις του στην ελληνική ύπαιθρο και τη διεισδυτική ματιά του στις κοινωνίες των ανθρώπων, αποφάσισε αμέσως μετά τον Πόλεμο να ασχοληθεί αποκλειστικά με την φωτογραφία, ανοίγοντας το δικό του φωτογραφείο.
Τα σιωπηλά τοπία, οι μυρωδιές του θεσσαλικού κάμπου, ο μόχθος των ανθρώπων του κάματου, η μοναστική ζωή στα Μετέωρα και το Άγιο Όρος, οι λιμναίοι οικισμοί της Κάρλας, οι νομαδικές κοινότητες των Σαρακατσάνων στην Πίνδο, οι καταυλισμοί των Βλάχων, αλλά και η καθημερινότητα στα αστικά κέντρα, η κοινωνική ζωή, οι λαϊκές αγορές, τα γλέντια και τα μοιρολόγια, τα παιχνίδια των παιδιών στο δρόμο, το δομημένο περιβάλλον, καθόρισαν το «βλέμμα» του.
Το έργο του αναγνωρίστηκε και παρουσιάστηκε σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Σταθμό στην πολύχρονη καριέρα του αποτέλεσε η βράβευσή του το 1994, από το υπουργείο Πολιτισμού, όπου μαζί με άλλες 50 προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών τιμήθηκε για την προσφορά του στην πολιτιστική ζωή του τόπου.
Όταν πέθανε, στις 8 Μαΐου του 2003, άφησε χιλιάδες αρνητικά, τεκμήρια μιας εποχής που είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Το πολύτιμο αυτό υλικό διατηρεί πλέον η κόρη του Βάνια Τλούπα, φύλακας της φωτογραφικής του κληρονομιάς.
Ένας φωτογράφος που τον ενδιαφέρει μόνο να καταγράψει με ακρίβεια τον τρόπο που στοιβάζονται οι θημωνιές, το πώς διεξάγονται οι αγροτικές εργασίες ή απλώς να αποτυπώσει σχολαστικά και με πιστότητα τα αρχιτεκτονικά μνημεία της πόλης του, δεν θα έδινε ποτέ σημασία στο αν ο ουρανός στο κάδρο του είναι γεμάτος με ανάγλυφα σύννεφα ή αν το φως, περνώντας ανάμεσά τους, σχηματίζει ιριδίζουσες δέσμες παίζοντας με τη σκόνη του δρόμου που αιωρείται.
Το έργο του Τάκη Τλούπα δεν περιορίζεται μόνο σε μια τεκμηριωτική καταγραφή της εποχής του, της δικής του Θεσσαλίας, των βιωμάτων και των αναμνήσεών του. Στο έργο του διαφαίνεται μια βαθύτερη ανάγκη να δει τον κόσμο του μόχθου μέσα από τον ρομαντισμό και τη λυρικότητα του φωτός. Οι μεταπολεμικές δεκαετίες στην Ελλάδα ήταν εποχές φτώχειας και ατελείωτου κάματου· εποχές αγωνίας και πολιτικών αλλαγών, για πολλούς σκοτεινές, για τους περισσότερους δύσκολες…
Ίσως να ήταν η λογοκρισία των μεταπολεμικών δεκαετιών, ή οι φωτογράφοι να αναζητούσαν πιο απλές εικαστικές φόρμες, εμπνευσμένοι από το ελληνικό φως και τα μεσογειακά στερεότυπα που αναπαράγονταν εκείνη την εποχή με ζήλο και περηφάνεια, σε όλες τις μεσογειακές χώρες. Το ελληνικό φως – εκτός του ότι στρέφει την προσοχή και τις φωνές διαμαρτυρίας μακριά από την σκληρή ελληνική πραγματικότητα – συνεχίζει να γοητεύει τόσο ξένους όσο και Έλληνες καλλιτέχνες, φωτογράφους και κινηματογραφιστές, που μέσω της εικονογραφίας τους αναπαράγουν διάφορα στερεότυπα της Ελλάδας και της ελληνικότητας.
Το έργο κάποιων γίνεται γνωστό αρκετά αργότερα. Άλλων όμως – κυρίως από τον κόσμο του κινηματογράφου – άφηνε ένα ανεξίτηλο στερεοτυπικό αποτύπωμα για την ταυτότητα της Ελλάδας. Ο Κακογιάννης, ο Ντασέν, ο Κούνδουρος, ο Jean Negulesco, ο Andrew Marton στο σινεμά, καθώς και ο Herbert List, ο Κωσταντίνος Μάνος, ο Jacques Lacarrière, ο Bresson, ο Τλούπας και οι άλλοι Έλληνες σύγχρονοί του, μέσα από την εικονογραφία τους υμνούν, μεταξύ άλλων, δύο κοινά στοιχεία: το Φως και την Ελληνικότητα.
Ίσως οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές στην Ελλάδα εκείνων των δεκαετιών, η μετάβαση σε νέους τρόπους ζωής, η σταδιακή εκβιομηχάνιση και ο εκσυγχρονισμός των διαδικασιών παραγωγής στην ελληνική επικράτεια, μαζί με την εγγενή ταυτότητα της φωτογραφίας ως aide-memoire, δηλαδή ως το βασικό εργαλείο που βοηθά και ανασταίνει τη μνήμη, ώθησαν ακόμα περισσότερο τον Τάκη Τλούπα να καταγράψει έναν κόσμο που χανόταν.
Ο Τάκης Τλούπας, αυτοδίδακτος και λυρικός της εικόνας, δεν είναι ένας απολιτικός φωτογράφος. Η επιλογή των θεματικών του αντικατοπτρίζει μια βαθιά ανάγκη και μια ενσυνείδητη επιλογή να καταγράψει τις παραδόσεις της πατρίδας του και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο μεγαλώνει, κρατώντας πάντοτε στην φωτογραφία του ως κυρίαρχο και κεντρικό στοιχείο τον άνθρωπο. Εμπνέεται από το άμεσο περιβάλλον του. Η αφοσίωσή του στην ιδέα της τεκμηρίωσης και η αίσθηση του χρέους να απαθανατίσει την Ελλάδα που χανόταν είναι αντίστοιχη με τη σχολαστικότητα – και την επιστημονικότητα – με την οποία ένας ιστορικός ανακαλύπτει, συλλέγει και καταγράφει την προφορική παράδοση.
Ωστόσο, η αισθητική του προσέγγιση δεν φαίνεται να φέρει επιρροές από τους σύγχρονούς του Ιταλούς και Γάλλους νεορεαλιστές κινηματογραφιστές, ούτε θυμίζει έναν ρεαλιστή ιστορικό που επιδιώκει την αντικειμενικότητα και την τεκμηριωτική γραφή. Μεγαλύτερη συγγένεια εντοπίζει κανείς με την αισθητική του σινεμά της εποχής του, τον Bergman, τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό του Mikhail Kalatozov και την εικονογραφία του Σοβιετικού φωτογράφου Alexander Rodchenko – όχι μόνο στην επιλογή της θεματολογίας του και των προσώπων που φωτογράφιζε, αλλά – κυρίως σχετικά με τις αισθητικές φόρμες που επιλέγει, τις γωνίες λήψης του, τους αισιόδοξους ανάγλυφους ουρανούς του, την τρυφερότητα και τη δημοκρατικότητα με την οποία αντιμετωπίζει τους ήρωές του. Μια «δημοκρατικότητα» η οποία αρκετά χρόνια αργότερα, σε εντελώς διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο, ο William Eggleston είχε εντοπίσει ως το αδιαφιλονίκητο πλεονέκτημα της φωτογραφίας: να δίνει σε όλους και στα πάντα το ίδιο δικαίωμα να φωτογραφηθούν.
Μέσα από το έργο του αποκαλύπτεται ένας ρομαντικός ιδεαλιστής που δεν έχει στόχο να εξωραΐσει την αγωνία και τον μόχθο της αγροτιάς για να την κάνει προσιτή ή αρεστή στα αστικά σαλόνια ή σε άλλες κοινωνικές τάξεις (όπως συνέβαινε συχνά στο δυτικοευρωπαϊκό και το αμερικανικό σινεμά της εποχής του). Αναζητούσε ο ίδιος διέξοδο από την Ελλάδα της εκβιομηχάνισης και της αντιπαροχής, μια Ελλάδα τυραννική και βασανισμένη, σε καθαρές εικόνες, μια Ελλάδα πρωτόγονης ομορφιάς. Σε αισθητικό επίπεδο, το έργο του Τάκη Τλούπα σηματοδοτεί τη δική του αγωνιώδη διέξοδο σε έναν ουτοπικό ιδεαλιστικό κόσμο και αποτυπώνει ένα δικό του ονειρικό φωτεινό σύμπαν.
Δ.Κ.